-
1 ἀστερόφοιτος
ἀστερό-φοιτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστερόφοιτος
-
2 μεσόμφαλος
μεσόμφᾰλ-ος, ον,A in mid-navel, central, used esp. of Apollo's shrine at Delphi, μ. χρηστήρια, ἑστία, ἵδρυμα, μυχοί, μυχός, A.Th. 747 (lyr.), Ag. 1056, Ch. 1036, E.Or. 331 (lyr.), Aristonous 2.3;τὰ μ. γᾶς μαντεῖα S.OT 480
(lyr.); λύχνου τὸ μ. the central boss, Batr.129; μ. ἄστρον Ὀλύμπου, of Aries, Nonn.D. 1.181.II with a navel or boss in the middle, κύκλος, of the letter Θ, Agatho 4; of a φιάλη, Ion Trag.20 (lyr.), Theopomp.Com.3, Poll. 6.98; of a cake, Id.2.169.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσόμφαλος
См. также в других словарях:
αστερόφοιτος — ἀστερόφοιτος, ον (Α) 1. αυτός που περνάει ανάμεσα από τα άστρα 2. εκείνος που τ άστρα περνούν ανάμεσά του («ἀστερόφοιτος κύκλος Ὀλύμπου», Nόv.) … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
Βερονέζε, Πάολο — (Paolo Veronese, Βερόνα 1528 – Βενετία 1588). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Πάολο Καλιάρι (Paolo Caliari). Ο Β. πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν o πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του,… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek